πέτσωμα

πέτσωμα
το, Ν [πετσώνω]
1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα
2. δημιουργία κρούστας
3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς
3. χρηματική παροχή, από κρατικό ταμείο, για αμφίβολες υπηρεσίες, λουφές
4. η πολυφαγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέτσωμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πετσώνω, το πέτσιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετσωματάς — ο, Ν [πέτσωμα, ατος] αυτός που παίρνει ή προσπαθεί να πάρει πέτσωμα, λουφέ …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”