- πέτσωμα
- το, Ν [πετσώνω]1. η επένδυση, η επικάλυψη με δέρμα2. δημιουργία κρούστας3. εξωτερική επικάλυψη τού σκάφους με επάλληλες σειρές σανίδων που καρφώνονται ή με λαμαρίνες που καρφώνονται ή κολλούνται πάνω στους νομείς3. χρηματική παροχή, από κρατικό ταμείο, για αμφίβολες υπηρεσίες, λουφές4. η πολυφαγία.
Dictionary of Greek. 2013.